-
1 расчёт
расчёт м 1) (подсчёт) о υπολογισμός (тж. намерение ) 2) (уплата) о λογαριασμός, η εξόφληση; мы в \расчёте είμαστε πάτσι 3) (увольнение) η απόλυση; получить \расчёт απολύομαι ◇ принимать в \расчёт παίρνω υπόψη* * *м1) ( подсчёт) ο υπολογισμός (тж. намерение)2) ( уплата) ο λογαριασμός, η εξόφληση3) ( увольнение) η απόλυσηполучи́ть расчёт — απολύομαι
••принима́ть в расчёт — παίρνω υπόψη
-
2 квит
-а α. (οικον.)1. παλ. απόδειξη, υπογραφή, εξδφλιση χρέους.2. ως κατηγ. είμαστε ισοφαρισμένοι, πάτσι•я с тобой квит ξόφλησα με σένα•
мы с тобой квит είμαστε πάτσι.
3. (παλ,) ως κατηγ. τέλειωσε, τέλος.εκφρ.играть на квит – τα παίζω όλα για όλα•квит да квит – πλήρης εξδφλιση, μέχρι και το λεπτό. -
3 квит(ы)
кви́т(ы)разг:мы с вами \квит(ы) είμαστε πάτσι, ξοφλήσαμε. -
4 расквитаться
расквита||тьсясов прям., перен (с кем-л.) разг ἐξσιρλώ (μέ κάποιον), πα-τσίζω:мы с ним \расквитатьсялись ἐμείς ξωφλήσαμε τους λογαριασμούς μας μ' αὐτόν, είμαστε πάτσι.
См. также в других словарях:
κιτ — (I) το άκλ. ίσα ίσα, πάτσι («ήρθαμε κιτ» ή «είμαστε κιτ» δεν οφείλει τίποτε ο ένας στον άλλο). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. quittes στη φρ. nous sommes quittes «είμαστε πάτσι, δεν χρωστάει τίποτε ο ένας στον άλλο»]. (II) το το σύνολο εξαρτημάτων που… … Dictionary of Greek
μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek